συγκλονώ

συγκλονώ
συγκλονῶ, -έω, ΝΑ
κλονίζω, σείω συθέμελα, συνταράσσω (α. «ισχυρός σεισμός συγκλόνησε την πόλη» β. «οἷον ἀπὸ πελάγευς συγκλονέουσα νέας», Ανθ. Παλ.)
νεοελλ.
μτφ. καταθορυβώ, συγκλονίζω
αρχ.
1. επιφέρω σύγχυση, προξενώ ταραχή σε συνωθούμενο πλήθος («συνεκλόνεον γὰρ ὀιστοὶ [τοὺς Τρῶας]», Ομ. Ιλ.)
2. προξενώ τρομώδεις κινήσεις τών μελών τού ανθρώπινου σώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + κλονῶ «ταράζω» (< κλόνος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συγκλόνησις — ήσεως, ἡ, Α [συγκλονῶ] αναταραχή, αναστάτωση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”